09.10.15

Σε αυτό το άρθρο παρουσιάζουμε τρεις σημαντικές έρευνες σχετικά με την Ψυχική Ανθεκτικότητα.

Με τον όρο Ψυχική Ανθεκτικότητα ορίζουμε την ικανότητα του ατόμου να ξεπερνά τις αντιξοότητες, τις στρεσογόνες καταστάσεις, τις κρίσεις και να συνεχίζει με την εξέλιξή του.

Οι πιο ανθεκτικοί άνθρωποι μπορούν να αντέξουν και να προσαρμοστούν σε αντίξοες συνθήκες χωρίς μεγάλες δυσκολίες, ενώ οι λιγότερο ανθεκτικοί δυσκολεύονται περισσότερο να αντιμετωπίσουν το άγχος και τις αλλαγές στη ζωή.

Η έννοια της Ψυχικής Ανθεκτικότητας προέκυψε από έρευνες που έγιναν τη δεκαετία του ’70 στον τομέα της ψυχοπαθολογίας, του τραυματικού στρες και τις φτώχειας. Αναπτύχθηκε αρχικά για τα παιδιά και τους νέους και αργότερα επεκτάθηκε και στην ενήλικη ζωή.

Οι ερευνητές μελετούσαν τις επιρροές των ‘παραγόντων κινδύνου’ για την ανάπτυξη των παιδιών, των παραγόντων εκείνων που αυξάνουν την πιθανότητα για την αρνητική ή μη εξέλιξή τους. Με έκπληξη ανακάλυψαν ότι ένας αριθμός παιδιών, δεν παρουσίασαν αρνητικά αποτελέσματα στην εξέλιξή τους, αν και ήταν εκτεθειμένα σε σοβαρούς και χρόνιους στρεσσογόνους παράγοντες.

Τα αναπάντεχα αποτελέσματα έγιναν το θεμέλιο για δεκαετίες ερευνών που πραγματοποιήθηκαν σε διάφορους κλάδους (πχ ψυχολογία, εκπαίδευση, δημόσια υγεία) με σκοπό να εξετάσουν αυτούς τους παράγοντες και τις διαδικασίες που επιτρέπουν στα παιδιά και τους νέους, όχι απλά να επιβιώσουν, αλλά και να ευημερούν παρά τους κινδύνους.

Από αυτές τις τρεις έρευνες αναδύθηκαν σημαντικοί όροι που συνεχίσουν να πλαισιώνουν τη πολύπλοκη και δυναμική έρευνα που γίνεται στον τομέα της Ανθεκτικότητας.

1η σημαντική μελέτη για την Ψυχική Ανθεκτικότητα – Norman Garmezy, 1971

Το 1971 μια πρωτοποριακή έρευνα για τη Ψυχική Ανθεκτικότητα, η οποία έγινε και η βάση για να ερευνηθεί εκτενέστερα ήταν η έρευνα του Norman Garmezy που έκανε σε παιδιά με σχιζοφρενής γονείς. Ο Garmezy διατύπωσε την ύπαρξη ‘προστατευτικών παραγόντων’ που μπορούν να βοηθήσουν ένα παιδί να βελτιώσει την αρνητική επίδραση των στρεσσογόνων παραγόντων και να υποστηρίξουν την θετική ανάπτυξή του. Ανακάλυψε ότι παρά το γεγονός ότι ένας γονέας είχε σχιζοφρένεια και αυτό μεγάλωνε τον κίνδυνο να αναπτύξει και το παιδί, το 90% των παιδιών στην έρευνα δεν ανέπτυξαν αυτή την ασθένεια. Εξήγησε ότι αυτά τα παιδιά είχαν ορατά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της επάρκειας: Καλές σχέσεις με τους συνομίλικους, καλές επιδόσεις στο σχολείο, αφοσίωση στην εκπαίδευση, επικέντρωση στους στόχους ζωής.

Ο Gamezy εντυπωσιασμένος από τα δεδομένα της έρευνας, ενθάρρυνε τον κλάδο να εστιάζει στις ‘δυνάμεις που κινούν αυτά τα παιδιά προς την επιβίωση και την προσαρμογή’ και όχι στους παράγοντες κινδύνου (Garmezy, 1971, p. 114).

2η σημαντική μελέτη για την Ψυχική Ανθεκτικότητα – Michael Rutter, 1979

Η έρευνα του Michael Rutter το 1979 σε παιδιά με γονείς οι οποίοι είχαν ψυχολογικά προβλήματα στο Isle of Wight επέδειξε ένα παρόμοιο φαινόμενο ανθεκτικότητας. Κατά τη διάρκεια των εκτεταμένων συνεντεύξεων με τα παιδιά ο Rutter ανακάλυψε ότι αν και μεγάλωναν κάτω από δύσκολες συνθήκες, περίπου τα μισά από αυτά τα παιδιά είχαν θετικά αναπτυξιακά αποτελέσματα και δεν απέκτησαν κάποια ψυχολογική ασθένεια ή κάποια ένδειξη απροσάρμοστης συμπεριφοράς.

Σπέρνοντας το σπόρο να διδάσκεται η Ψυχική Ανθεκτικότητα,

ο Rutter τόνισε ότι το σχολικό περιβάλλον μπορεί να δρα σαν ένας ‘σημαντικός προστατευτικός παράγοντας’ που μειώνει ή μετριάζει τις επιδράσεις του στρες στα παιδιά.

Σε μετέπειτα έρευνες (1984) προσδιόρισε ότι προστατευτικοί παράγοντες οι οποίοι συμβάλλουν στην Ψυχική Ανθεκτικότητα των μαθητών είναι:

  • οι γυμναστικές ή μουσικές επιδόσεις
  • το να κατέχουν μία θέση ευθύνης στο σχολείο
  • το να αναπτύσουν μια καλή σχέση με ένα δάσκαλο
  • οι κοινωνικές επιτυχίες με τους συμμαθητές.

Ο Rutter σημείωσε ότι το σχολείο συμβάλλει στην προσωπική και κοινωνική ανάπτυξη των παιδιών, καθώς ενθαρρύνει, προωθεί μια αίσθηση επιτεύγματος στα παιδιά.

3η σημαντική μελέτη για την Ψυχική ΑνθεκτικότηταEmmy Werner  & Ruth Smith 1982

Η τρίτη χαρακτηριστική έρευνα πάνω στην Ψυχική Ανθεκτικότητα ήταν απο την Emmy Werner, μια αναπτυξιακό ψυχολόγο η οποία σε συνεργασία με την Ruth Smith μελέτησαν για 4 δεκαετίες παιδιά τα οποία γεννήθηκαν το 1955 στο Kauai, νησί της Χαβάης. Από τα 698 παιδιά που μελέτησε, το ένα τρίτο είχε 4 ή και περισσότερους παράγοντες επικινδυνότητας στη ζωή τους και χαρακτηρίστηκαν ως ‘υψηλού κινδύνου’. Είναι σημαντικό όμως ότι το ένα τρίτο από αυτά τα παιδιά ‘υψηλού κινδύνου’ (72 από τα 201) είχαν καλή εξέλιξη στην εφηβεία. Μέχρι την στιγμή που οι συμμετέχοντες έφτασαν στην ηλικία των 30 χρόνων τα δύο τρίτα αυτών που είχαν παρουσιάσει προβλήματα κατά την εφηβεία ζούσαν τώρα επιτυχημένες ζωές ενηλίκων. Σε όλη τη διάρκεια των δεκαετιών η Emmy Werner και η Ruth Smithδιερεύνησαν τους προστατευτικούς παράγοντες στις ζωές των ψυχικά ανθεκτικών ανθρώπων που οδηγούσαν σε μία καλή ανάπτυξη.  Καθόρισαν ότι οι προστατευτικοί παράγοντες ήταν τόσο εσωτερικοί όσο και εξωτερικοί. Στη λίστα των παραγόντων συμπεριέλαβαν παράγοντες όπως: προδιάθεσης, δεσμούς που επηρεάζουν μέσα στην οικογένεια και στηρίγματα που προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον.  (το μέγεθος της οικογένειας, πρόσβαση στο σπίτι ανθρώπων που πρόσφεραν φροντίδα, η προσοχή στα παιδιά κατά την νηπιακή ηλικία, το να υπάρχουν συγκεκριμένη δομή και κανόνες κατά τη διάρκεια της εφηβείας του παιδιού, το να υπάρχει συνεκτικότητα στην οικογένεια, ένα ανεπίσημο δίκτυο από φίλους διαφόρων ηλικιών.)

Όλα τα ανθεκτικά παιδιά ‘υψηλού κινδύνου’ στην έρευνα στο Kauai μπορούσαν να ονοματίσουν τουλάχιστον ένα δάσκαλο που τους υποστήριξε.

Αυτές οι πρωτότυπες έρευνες συνεχίζουν να υποστηρίζουν το επιχείρημα ότι πολλοί παράγοντες μπορούν να βοηθήσουν τους ανθρώπους να ευημερήσουν και να αντιμετωτίζουν τις δυσκολίες. Μας δίνουν ελπίδα και απόδειξη ότι παρά τις τραυματικές εμπειρίες στη ζωή τους οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν ανθεκτικοί.

Πηγές

  1. “Why Resilience?” A Review of Literature of Resilience and Implications for Further Educational Research Ryan S. Santos
  2. Garmezy, Norman, 1971 – Vulnerability research and the issue of primary prevention. American Journal of Orthopsychiatry, 41(1), 101-116.
  3. Rutter, Michael, 1979 – Protective factors in children’s responses to stress and disadvantage. In M.W. Kent & J.E. Rolf (Eds.), Primary prevention in psychopathology: Social competence in children, 8, 49-1 A. Hanover, NH: University Press of New England.
  4. Werner, Emmy, & Smith, Ruth, 1982 –  Vulnerable but invincible: A longitudinal study of resilient children and youth. New York, NY: R. R. Donnelley and Sons, Inc.